Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πίνω με το ποτήρι

  • 1 πίνω

    (αόρ. ήπια и έπιον, παθ. αόρ. (ε)πιόθηκα и επόθην) 1. αμετ.
    1) пить;

    πίνω εις υγείαν — пить за здоровье (кого-л.)' 2) выпивать (вино и т. п.);

    2. μετ.
    1) пить;

    πίνω νερό — пить воду;

    πίνω τό φάρμακο — принимать лекарство;

    θα σού πιω το αίμα я ещё попью твоей кровушки, я тебе отомщу;
    2) впитывать; поглощать (тж. перен.); τό σφουγγάρι πίνει το νερό губка впитывает воду;

    § πίνω τσιγάρο — курить;

    ήπια το ποτήρι ως τον πάτο или επιον το ποτήριον μέχρι τρύγος я выпил (эту горькую) чашу до дна;
    ήπιε πολλά φαρμάκια он пережил много горя

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πίνω

  • 2 из

    из (изо ) από я приехал из Москвы ήρθα από τη Μόσχα пить из стакана πίνω με το ποτήρι один из моих друзей ένας από τους φίλους μου^ из чего это сделано? από τι είναι αυτό καμωμένο; из любодытства από περιέργεια
    * * *

    я прие́хал из Москвы́ — ήρθα από τη Μόσχα

    пить из стака́на — πίνω με το ποτήρι

    оди́н из мои́х друзе́й — ένας από τους φίλους μου

    из чего́ э́то сде́лано? — από τι είναι αυτό καμωμένο

    из любопы́тства — από περιέργεια

    Русско-греческий словарь > из

  • 3 чаша

    θ.
    1. παλ. κύπελλο (ημισφαιρικού σχήματος). || οποιοδήποτε αγγείο κυκλικού σχήματος•

    чаша весов ο δίσκος της ζυγαριάς.

    2. βλ. чашка (4 σημ.).
    εκφρ.
    выпить, испить, пить) горькую -у – πίνω το πικρό ποτήρι (περνώ, μεγάλα βάσανα, πίκρες και φαρμάκια)•
    переполнилась чаша терпения – ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής (απηύδησα πλέον)•
    сия (эта) минует кого – κάποιος αποφεύγει το ποτήρι (το κακό, το δυσάρεστο).

    Большой русско-греческий словарь > чаша

  • 4 стакан

    стакан м το ποτήρι; пить из \стакана πίνω με ποτήρι
    * * *
    м
    το ποτήρι

    пить из стака́на — πίνω με ποτήρι

    Русско-греческий словарь > стакан

  • 5 выпить

    -пью, -пьешь, προστκ. выпей ρ.σ.
    1. μ. πίνω•

    выпить стакан воды πίνω ένα ποτήρι, νερό•

    выпить до дна πίνω ως τόν πάτο.

    2. αμ. πίνω (οινοπνευματώδη ποτά). || μεθώ•

    он выпил αυτός έπιε.

    Большой русско-греческий словарь > выпить

  • 6 чаша

    ча́ш||а
    ж ἡ κούπα, τό μπολ, ὁ κύαθος, τό κύπελλοΜ, ὁ κύλιξ· ◊ У них дом \чаша полная \чаша τό σπίτι τους εἶναι γεμάτο ἀπ' ὅλα τα καλά· испить \чашау до дна πίνω τό ποτήρι μέχρι τρυγός· \чаша (терпения) переполнилась τό ποτήρι (τής ὑπομονής) ξεχείλισε.

    Русско-новогреческий словарь > чаша

  • 7 бокал

    α.
    κύπελλο, κρασοπότηρο, ποτήρι•

    поднимать бокал υψώνω το ποτήρι (πίνω στην υγεία).

    Большой русско-греческий словарь > бокал

  • 8 испить

    испить
    соз. (выпить) πίνω:
    ◊ \испить чашу до дна πίνω τό ποτήρι μέχρι τρυγός.

    Русско-новогреческий словарь > испить

  • 9 бокал

    бокал
    м τό ποτήρι, τό κύπελλο[ν]:
    поднимать \бокал за кого-л. (προ)πίνω στήν ὑγεία κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > бокал

  • 10 осушать

    осуш||ать
    несов
    1. ἀποξηραίνω, ἀποστραγγίζω·
    2. (выпивать содержимое чего-л.) ἀποπίνω, ἀδειάζω:
    \осушать стакан πίνω μέχρι τρυγός, ἀδειάζω τό ποτήρι.

    Русско-новогреческий словарь > осушать

  • 11 рюмка

    рюмк||а
    ж τό ποτηράκι, τό ρακοπότηρο, τό κρασοπότηρο, τό ποτήρι τοῦ κρασιοῦ:
    осуши́ть \рюмкау πίνω ὡς τόν πάτο.

    Русско-новогреческий словарь > рюмка

  • 12 осушить

    осушу, осушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осушенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποξηραίνω, αποστραγγίζω•

    осушить болото αποξηραίνω το βάλτο.

    || στεγνώνω σφουγγίζω, σκουπίζω•

    осушить глаза σφουγγίζω τα μάτια•

    осушить слёзы σφουγγίζω τα δάκρυα.

    2. αδειάζω, στραγγίζω, πίνω ως τον πάτο•

    осушить стакан στραγγίζω το ποτήρι.

    Большой русско-греческий словарь > осушить

  • 13 разом

    επίρ.
    1. αμέσως, αυτοστιγμεί.
    2. μια φορά, μονοκοπανιά, μια και καλή•

    выпить стакан вина разом πίνω ένα ποτήρι κρασί μονοκοπανιά.

    Большой русско-греческий словарь > разом

См. также в других словарях:

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • κοιταίος — κοιταῑος, αία, ον (AM) [κοίτη] το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον (για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη αρχ. 1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι» i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει …   Dictionary of Greek

  • προπίνω — ΝΑ 1. πίνω πρώτος εις υγείαν κάποιου προκειμένου να κάνουν το ίδιο και οι άλλοι συνδαιτημόνες 2. πίνω πρώτος εις υγείαν ή προκειμένου να τιμήσω κάποιον, εγείρω πρόποση («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων», Πίνδ.) αρχ. 1. πίνω πρώτος ή… …   Dictionary of Greek

  • εγχέω — (AM ἐγχέω) χύνω μέσα («ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες») μσν. βρίζω αρχ. 1. (για κρασί) γεμίζω το ποτήρι, κερνώ 2. γεμίζω το ποτήρι, πίνω στην υγειά κάποιου 3. χύνομαι, εκβάλλω 4. (για στερεά πράγματα) ρίχνω μέσα, πιέζω 5. ενσταλάζω 6 …   Dictionary of Greek

  • κρουνίζω — (Α) [κρουνός] 1. χύνω λίγο λίγο νερό ή άλλο υγρό σε ποτήρι 2. μέσ. κρουνίζομαι πίνω νερό ή άλλο υγρό που έχει χυθεί στο ποτήρι λίγο λίγο …   Dictionary of Greek

  • ποτήρ — ήρος, ὁ, Α 1. το ποτήρι («ποτῆρα δ ἐν χείρεσσι κίσσινον λαβών», Ευρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέτρον ποιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω (βλ. λ. πίνω) + επίθημα τήρ (πρβλ. δο τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • αθροοποσία — ἀθροοποσία, η (Α) αθρόα πόση, το να αδειάζει κανείς μεμιάς το ποτήρι του, να πίνει το κρασί του μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθρόος + πόσις < πίνω] …   Dictionary of Greek

  • αντιπληρώ — ἀντιπληρῶ ( όω) (Α) 1. φρ. «ἀντιπληρῶ ναῡς» γεμίζω τα πλοία με άνδρες για να επιτεθώ εναντίον του εχθρού 2. γεμίζω το ποτήρι μου προς τιμήν κάποιου, πίνω στην υγειά του 3. επανδρώνω με νέα μέλη …   Dictionary of Greek

  • επιχύνω — (AM ἐπιχέω Μ και ἐπιχύνω) χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ ἐπίχυσον» «χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι 2. ρίχνω άφθονα …   Dictionary of Greek

  • θερμοπότης — θερμοπότης, ὁ, θηλ. θερμοπότις και θερμοποτίς (Α) 1. αυτός που πίνει θερμά ποτά 2. το θηλ. ἡ θερμοπότις ποτήρι για θερμά ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πότης (< πίνω), πρβλ. γαλακτο πότης, υδατο πότης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»